- τερλίκι
- το / τερλίκιν, ΝΜχαμηλό υπόδημα σε σχήμα κάλτσας από χοντρό ύφασμα, ιδίως τσόχα, για άνδρες και γυναίκεςνεοελλ.κοντή κάλτσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. terlik].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερλίκι — το (λ. τουρκ.), κοντή κάλτσα ή παντόφλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
târlic — TÂRLÍC s. (Transilv. şi Maram.) topancă. (Purta târlici în picioare.) Trimis de siveco, 05.08.2004. Sursa: Sinonime târlíc s. m., pl. târlíci Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic TÂRLÍ//C târlicci m. mai ales la pl.… … Dicționar Român